Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ ἀτρεκές

  • 1 ατρεκες

        I
        τό Her. = ἀτρέκεια См. ατρεκεια
        II
        adv. точно, ровно
        

    (δεκὰς ἀ. Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > ατρεκες

  • 2 ατρεκές

    ἀτρεκής
    strict: masc /fem voc sg
    ἀτρεκής
    strict: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > ατρεκές

  • 3 ἀτρεκές

    ἀτρεκής
    strict: masc /fem voc sg
    ἀτρεκής
    strict: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > ἀτρεκές

  • 4 ἀ-τρεκής

    ἀ-τρεκής, ές (schwerlich von τρέω, noch von τρέχω, vgl. traho, detrecto), unverhohlen, bestimmt u. der Wahrheit gemäß, das att. ἀκριβής; Hom. nur im adv., ἀτρεκέως κατάλεξον, u. in ähnl. Vrbdgn, u. ἀτρεκές, Il. 5, 208; δεκὰς ἀτρεκές, gerade zehn, Od. 16, 245; τὸ δ' ἀτρεκές, genau genommen, Theogn. 167; τὸ ἀτρεκές, der genaue Bestand, Her. 3, 98. 5, 9; ἀλήϑεια, die reine Wahrheit, Pind. N. 3, 17; καιρός P. 8, 7; ἀ τρεκέϊ ποδί mit sicherem Tritt, N. 3, 41; ἀνατολαί, bestimmte, Tim. Locr. 97 b; δόξα Eur. Hipp. 1115; ἐπιστήμη Pol. 1, 4 u. Arr.; – gerecht, ἑλλανοδίκης Pind. Ol. 3, 12.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-τρεκής

  • 5 ἀτρεκής

    A strict, precise, exact, ἀλάθεια, καιρός, Pi.N.5.17, P.8.7;

    ἀριθμός Hdt. 7.187

    ;

    δίαιτα Hp.Mochl.42

    ;

    βιότου ἀ. ἐπιτηδεύσεις

    over-nice, precise,

    E.Hipp. 261

    ; τὸ ἀ., = ἀτρέκεια, φράσαι, εἰπεῖν τὸ ἀ., Hdt.5.9,7.60;

    τὸ -έστερον τούτων

    more precise details,

    Id.5.54

    ;

    τὸ -έστατον Id.7.214

    ;

    ἐγγὺς τοῦ -εστάτου ἥκειν Hp.VM12

    ; rarely of persons, exact, strict,

    Ἑλλανοδίκας Pi.O.3.12

    .
    2 sure, certain,

    ποδὶ ἀτρεκέϊ Id.N.3.41

    ;

    ἀ. δόξα E.Hipp. 1115

    (lyr.).
    II Hom. has only Adv. ἀτρεκέως (neut. as Adv.,

    ἀτρεκὲς.. βαλών

    accurately,

    Il.5.208

    (expld. as Adj. by Eust. ad loc.);

    δεκὰς ἀ.

    precisely,

    Od.16.245

    ): mostly with the Verbs ἀγορεύειν, καταλέξαι, tell truly, exactly, Il.2.10, Od.1.169, etc.;

    ἀ. μαντεύσομαι 17.154

    ;

    ἀ. ἔφρασεν IG3.716

    ;

    ἀ. ὀλίγοι Thgn. 636

    ; freq. in Hdt.,

    ἀ. εἰπεῖν 1.57

    ,al.;

    εἰδέναι 1.209

    , al.;

    ἐπίστασθαι 3.130

    ;

    ἐκμαθεῖν 7.10

    .

    ή; διακρῖναι 1.172

    ;

    διασημῆναι 5.86

    ;

    φαίνειν 2.49

    ;

    ἀ. ἀριθμεῖσθαι Hp.Prog.20

    ; ἀ. ὅμοιον precisely similar, Diog. Apoll.5.
    2 ἀ. ἀποκαυλισθεῖσα broken straight across, opp. παραμηκέως, Hp.Art.14.
    3 neut. as Adv. (cf. supr. 11.1),

    τὸ δ' ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδείς Thgn.167

    ;

    ἐπ' ἀτρεκές IG9(1).880

    (Corc.).—The word and its derivs. are rare in Trag. and not found in [dialect] Att. Prose, ἀκριβής and its derivs. being used instead: freq. in [dialect] Ion. Prose, esp. in Hp. and Aret., SD2.12, al., and in later Prose, cf.

    ἐπιστήμη καὶ γνώμη ἀ. Plb.1.4.9

    ,

    ἀ. τιακάς Plu.Rom.12

    ; ὁ σενᾶτος ἀτρεκῶς γερουσίαν σημαίνει strictly, ib.13; οὐκ ἔφυγον δ' ἀτρεκῶς not really, Epigr. Gr.339.5; of persons, truthful, accurate, J.BJ3.8.9. (Cf. ἄτρακτος.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτρεκής

  • 6 τατρεκές

    ἀτρεκές, ἀτρεκής
    strict: masc /fem voc sg
    ἀτρεκές, ἀτρεκής
    strict: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > τατρεκές

  • 7 τἀτρεκές

    ἀτρεκές, ἀτρεκής
    strict: masc /fem voc sg
    ἀτρεκές, ἀτρεκής
    strict: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > τἀτρεκές

  • 8 τωτρεκές

    ἀτρεκές, ἀτρεκής
    strict: masc /fem voc sg
    ἀτρεκές, ἀτρεκής
    strict: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > τωτρεκές

  • 9 τὠτρεκές

    ἀτρεκές, ἀτρεκής
    strict: masc /fem voc sg
    ἀτρεκές, ἀτρεκής
    strict: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > τὠτρεκές

  • 10 δεκάς

    δεκάς, άδος, ἡ, ein Zehend, eine Summe, Abtheilung von Zehnen; Homer dreimal, von Männern, Decurie: Odyss. 16, 245 μνηστήρων δ' οὔτ' ἂρ δεκὰς ἀτρεκὲς οὔτε δύ' οἶαι, ἀλλὰ πολὺ πλέονες; Iliad. 2, 126. 128 εἴ περ γάρ κ' ἐϑέλοιμεν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε, ὅρκια πιστὰ ταμόντες, ἀριϑμηϑήμεναι ἄμφω, Τρῶας μὲν λέξασϑαι ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν, ἡμεῖς δ' ἐς δεκάδας διακοσμηϑεῖμεν Ἀχαιοί, Τρώων δ' ἄνδρα ἕκαστον ἑλοίμεϑα οἰνοχοεύειν, πολλαί κεν δεκάδες δευοίατο οἰνοχόοιο. – Folgende: Herodot. 3, 25; Eurip. Suppl. 219. Auch = »die Zahl Zehn«, abstract, u. übh. = » Zahl«, Agath. 20 (V, 282), vgl. Philod. 18 (V, 13).

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δεκάς

  • 11 τωτρεκες

         in crasi Anth. = τὸ ἀτρεκές

    Древнегреческо-русский словарь > τωτρεκες

  • 12 ἀλάθεια

    ᾰλᾱθεια (- εια), -είας, -είᾳ, -ειαν, -εια)
    a

    τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69

    Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας O. 8.2

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος O. 10.54

    εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές.) N. 5.17

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν N. 7.25

    φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” ( ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) I. 2.10
    b pro pers.

    θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4

    ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205.

    Lexicon to Pindar > ἀλάθεια

  • 13 ἀτρεκής

    a strict, precise, of an Olympic judge

    ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12

    b precise, exact

    καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.7

    ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές codd. Stobaei, Snell) N. 5.17

    Lexicon to Pindar > ἀτρεκής

  • 14 ἵσταμι

    ἵστᾱμι (act. and trans. ἵσταντι, ἱστᾶσιν?: aor. 1. ἔστᾶσας, ἔστᾶσεν, στᾶσε, ἔστᾶσαν: aor. 2 intrans. ἔστᾶν, ἔστᾶ, στᾰν; στάντα, στάντες; στᾶμεν, στῆναι?: pf. ἕστᾰσαν; ἑστᾰότ: med. trans. ἱστᾰμεναι: med. and pass. intrans. ἵστᾰμαι, ἵστᾰται: fut. στσομαι: pass. aor. ἐστᾰθη, στᾰθεν; στᾰθείς.)
    1 trans., make to stand
    a establish (a festival, simm.)

    Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3

    καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν O. 10.58

    ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων I. 7.13

    οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἢ στάσιν v. l., edd. vulg.) fr. 210. pass.,

    λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.78

    b stand, arrange

    ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118

    med., ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι arranging themselves in a chorus Pae. 2.99
    2 intrans.,
    a halt, come to a halt

    στάσομαι· οὔτοι ἅπασα κερδίωνφαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. μεταφέρων ἀπὸ τῶν πεντάθλων φησίν. Σ.) N. 8.19 καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα sc. Ἀπόλλων fr. 51a. 3. στῆναι μὲν οὐ θέμις (sc. δελφῖνι: στᾶμεν? Pindarice) ?fr. 358.
    b stand

    δένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32

    ἀμφὶ

    Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31

    ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.2

    τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84

    ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου καλὰ μελπόμενος N. 1.19

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.55

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.2

    θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.11

    τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν N. 10.66

    τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς I. 7.7

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    3 fragg. ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (supp. Bury: γίνεται, ἔσσεται G-H.) Πα. 2. 3. ἱστάμεναι τελ[ Πα. 13a. 14 ]σαισταθεισαι[ Πα. 13c. 2. ]σταθεις ε[ Δ. 4a. 6.
    4 in tmesis. ὑπὸ κίονες ἕστασαν v.

    ὑφίσταμι Pae. 8.69

    Lexicon to Pindar > ἵσταμι

  • 15 κερδίων

    κερδῐων comp. adj.,
    1 more profitable

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16

    Lexicon to Pindar > κερδίων

  • 16 οὐ

    οὐ (
    1

    οὔ O. 7.48

    :

    κοὐ P. 4.151

    )
    1 negatives vb., sent.
    a

    οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    οὔ μιν διώξω O. 3.45

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79

    θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42

    Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34

    σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46

    οὐ ψεύσομ O. 13.52

    οὐ χρὴ O. 13.94

    οὐ φθίνει P. 1.94

    οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83

    οὐκ ἔμειν P. 3.16

    οὐχ ἅπτεται P. 3.29

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82

    οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86

    οὐ πρέπειP. 4.147

    οὐκ ἐόλει P. 4.233

    οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37

    τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76

    τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 οὐ κεχείμανταιP. 9.32

    οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37

    οὐ φαίνεται P. 12.29

    οὐκ ἔραμαι N. 1.31

    οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15

    τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    οὐ νέοντ N. 4.77

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1

    οὐ σπανίζει N. 6.31

    οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56

    οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60

    οὐ μέμψεται N. 7.64

    χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45

    οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47

    οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50

    οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89

    οὐχ ἕπεται N. 11.43

    οὐ φράζεται I. 1.68

    οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20

    οὐ κατελέγχει I. 3.14

    οὐ φείσατο I. 6.33

    γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν

    πραπίδες I. 8.30

    οὐ κατέφθινε I. 8.46

    οὐ κατελέγχει I. 8.65

    οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.

    οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    οὐ τόλμα Pae. 6.94

    οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6

    ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.
    b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26

    κοὔ με πονεῖ ἀλλὰP. 4.151

    ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27

    P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127

    c

    οὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49

    οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.
    d οὐ γε, qualifying subord. cl.

    πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28

    2 combined with other neg.

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63

    κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    οὔ τι οὐδὲ μὰνP. 4.87

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16

    Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37

    ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68

    ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33

    πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5

    οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    3
    a c. part.

    κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96

    ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19

    ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71

    οὐκ ἐρίζων P. 4.285

    οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80

    οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    b c. adj.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81

    χόλον οὐ φατὸν O. 6.37

    οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86

    οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.

    οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5

    οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλωνP. 4.118σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖνP. 9.42

    λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20

    ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23

    οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21

    πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14

    ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5

    οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49

    οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76

    οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἁνία τ

    ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15

    οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12

    οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30

    ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37

    ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70

    ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.
    4 c. subs.

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

    θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287

    ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.
    5 c. adv.
    a

    ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

    οὐχ ὁμῶς I. 3.6

    b

    οὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27

    οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    c οὐκ ἔτι (cf. οὐκέτι)

    ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες, βιασθέντες λύᾳ N. 9.14

    6 c. prep., in meiosis.

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45

    ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7

    οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32

    οὐ κατ' αἶσανP. 4.107

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76

    οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21

    αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19

    οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20

    οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.
    7 c. inf.

    χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88

    8
    a οὔπω, v. πω.
    b

    οὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16

    οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπινI. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
    c οὔ τις, (cf. οὔτις)

    πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    , cf. O. 12.7

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον

    ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25

    cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95
    d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰνP. 4.87
    9 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3.

    Lexicon to Pindar > οὐ

  • 17 πρόσωπον

    πρόσωπον (-ον, -ου, -ον; -α acc.)
    b facade met., of the prelude to an ode

    ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3

    φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.14

    Lexicon to Pindar > πρόσωπον

  • 18 φαίνω

    φαίνω (φαίνων, -οισα; -έμεν: aor. ἔφᾶνας, ἔφᾶνεν: pass. φαίνεται; φαινομέναν; impf. ἐφαίνετο: aor. φᾰνη, ἔφᾰνεν, [ἔφ]α[ν]θεν Snell; φᾰνείη; φᾰνείς, -έντος, -έντα; φᾰνῆναι: pf. πέφανται.)
    a act., show, make known οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (sc. Πυθέας, winner in boys' pancratium) N. 5.6

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.17

    ἑάν τ' ἔφανεν φυὰν Pae. 20.12

    add. inf., ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν (byz.: ἔφανες codd.) I. 4.2 add. part.,

    ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.171

    b pass.,
    I appear, show oneself

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74

    μελέων, τὰ

    παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα O. 13.34

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.29

    φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι ( φανερὰν Σ paraphr.) N. 9.21

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν ΑἴανταI. 6.53 c. pr. subs., μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47.

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    πάτραι δ' [ἔφ]ᾳ[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (supp. Snell: [ἔπ]ᾳ[χ]θεν Lobel: sc. the Seriphians) Δ. 4. 41. add. part.,

    Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30

    add. inf.,

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49

    II pf., be shown, prove to be

    πέφανταί θ' ἁρματηλάτας σοφός P. 5.115

    νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (sc. Ἀλκιμίδας) N. 6.13
    III frag. ] φαινετ[ P. Oxy. 2443, fr. 2.

    Lexicon to Pindar > φαίνω

  • 19 ἀτρεκής

    ἀτρεκής, - ές, - έως
    Grammatical information: adv.
    Meaning: `exact, precise' (Il.); s. Luther "Wahrheit" und "Lüge" 43ff.; Leumann Hom. Wörter 304f.
    Other forms: Homer has only ἀτρεκές and ἀτρεκέως.
    Derivatives: ἀτρέκεια, - είη (- ίη) `what exactly happened, truth' (Hdt., Pi.);
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: Taken as *`un-distorted', α privativum and *τρέκος n. `turning', and connected with ἄτρακτος (s. v.). The last cannot be correct. Connection with Lat. torqueō is impossible because of the laryngeal.
    Page in Frisk: 1,181

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀτρεκής

См. также в других словарях:

  • ἀτρεκές — ἀτρεκής strict masc/fem voc sg ἀτρεκής strict neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀτρεκές — ἀτρεκές , ἀτρεκής strict masc/fem voc sg ἀτρεκές , ἀτρεκής strict neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὠτρεκές — ἀτρεκές , ἀτρεκής strict masc/fem voc sg ἀτρεκές , ἀτρεκής strict neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CONCHA — I. CONCHA Graece Κόγχη, apud medii aevi Scriptores, culmen dicitur, quô tegebatur Sanctuarium vel Adytum Templi, quod instar Conchae structum esset, nomen adeptum: Habebat enim dimidiati liaemisphaerii figuram, vel quartae partis sphaerae. Paulus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ατρεκής — ἀτρεκής, ές (Α) Ι. 1. πραγματικός, αληθινός 2. ασφαλής, σταθερός 3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός 4. (το ουδ.) το ἀτρεκές α) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη 6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότητα II. επίρρ. ἀτρεκέως αληθινά, με ειλικρίνεια …   Dictionary of Greek

  • τωτρεκές — Α κράση αντί τὸ ἀτρεκές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»